- τριγωνομετρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που έχει σχέση με την τριγωνομετρία («τριγωνομετρικός τύπος»)2. φρ. α) «τριγωνομετρικές συναρτήσεις»μαθ. οι έξι βασικές συναρτήσεις μιας γωνίας, που είναι το ημίτονο, το συνημίτονο, η εφαπτομένη, η συνεφαπτομένη, η τέμνουσα και η συντέμνουσα, τών οποίων τα σύμβολα είναι, αντίστοιχα, sin, cos, tan, cot, sec, cscβ) «τριγωνομετρική εξίσωση»μαθ. εξίσωση που περιέχει τριγωνομετρικές συναρτήσειςγ) «τριγωνομετρικός κύκλος» — κύκλος με ακτίνα ίση προς την μονάδα μήκους στον οποίο έχει οριστεί μία αρχή μέτρησης τόξωνδ) «τριγωνομετρικοί πίνακες» — πίνακες που παρέχουν τις τιμές τών τριγωνομετρικών συναρτήσεων τών γωνιών, συνήθως από 0° ώς 45° ή ώς 90°.επίρρ...τριγωνομετρικώς και τριγωνομετρικά Νσύμφωνα με τις μεθόδους τής τριγωνομετρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριγωνομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη].
Dictionary of Greek. 2013.